- Καρίνας
- Κᾱρί̱νᾱς , ΚαρίνηCarian womanfem acc plΚᾱρί̱νᾱς , ΚαρίνηCarian womanfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καρίνας Σεκούνδος — (1ος αι. μ.Χ.). Έλληνας σοφιστής, που έζησε στη Ρώμη. Ο Νέρων τον έστειλε στην Ελλάδα για να συλλέξει έργα τέχνης για τη διακόσμηση της Ρώμης … Dictionary of Greek
αγκαθός — ο 1. η προς τον κρόταφο κόγχη τού ματιού 2. εσωτερική γωνία σπιτιού 3. εξωτερική γωνία κάθε αντικειμένου 4. το άκρο τής καρίνας πλοίου 5. γωνιώδης εγκοπή ξύλου, όπου μπαίνει το άκρο άλλου ξύλου για να στερεωθεί και να εφαρμόσει καλύτερα 6.… … Dictionary of Greek
καθέλκυση — Το σύνολο των εργασιών με τις οποίες το πλοίο μεταφέρεται από τη ναυπηγική κλίνη στο νερό. Το σκάφος δεν μετακινείται απευθείας πάνω στην κλίνη. Ανάμεσα σε αυτήν και στο σκάφος παρεμβάλλεται το λίκνο, ένα είδος μεγάλου έλκηθρου, του οποίου οι… … Dictionary of Greek
παλαμίζω — (I) 1. πιάνω κάτι με την παλάμη μου ή βάζω την παλάμη μου πάνω σε κάτι 2. δέρνω κάποιον με την παλάμη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλάμη. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Α. Φαρμακίδη]. (II) 1. ναυτ. α) παλαμάρω β) επικαίω την εξωτερική επιφάνεια τής… … Dictionary of Greek
υδροπλάνο — Αεροσκάφος εφοδιασμένο με συστήματα τα οποία του επιτρέπουν να επιπλέει, να αποθαλασσώνεται και να προσθαλασσώνεται. Το υ. διαφέρει από τα αεροπλάνα στο γεγονός ότι δεν διαθέτει τροχούς. Από την άποψη αυτή υπάρχουν δύο τύποι υ.: με σκάφος και με… … Dictionary of Greek
πρύμη ή πρύμνη — Το πίσω άκρο ενός σκάφους και, κατ’ επέκταση, όλο το πίσω τμήμα, προς διάκριση από το κεντρικό και το πρωραίο. Η δομή της π. ποικίλλει ανάλογα με το αν τα πλοία είναι από ξύλο ή από σίδερο. Στα πρώτα, βασικό στοιχείο είναι το ποδόσταμο της π.,… … Dictionary of Greek